Pages

Oct 30, 2009

Ο παππούς

Τους λείπει πολύ, το βλέπω στα μάτια τους κάθε φορά που πάμε να επισκεφτούμε τον τάφο του στο χωριό. Γεμίζουν μελαγχολία και συναισθήματα που μόνο ένας γιος που έχει χάσει τον πατέρα του μπορεί να κατανοήσει. Ο ένας, ο μικρότερος, σίγουρα νιώθει ότι θα μπορούσε να τον ζήσει λίγο περισσότερο. "Αμάν, ρε παιδάκι μου πάρε κανα τηλέφωνο να σε ακούσουμε", θα του γκρίνιαζε στο τηλέφωνο. Και είχε δίκιο. Ο μικρός ακολούθησε τις διαταγές της πατρίδας και πήγαινε όπου εκείνη τον ήθελε. Από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, όλη την Ελλάδα γύρισε. Ο μεγάλος ήταν πιο κοντά του, όλες του οι μεταθέσεις ως αστυνομικός ήταν μέσα στην πόλη. Εκείνον έπαιρναν τηλέφωνο ότι και να είχαν, τον Δημήτρη. Ο Αντρέας βρισκόταν συνήθως στον αέρα σε κάποια αποστολή αναχαίτισης των τούρκων στο Αιγαίο, η φωτογράφισης ή άσκησης βομβαρδισμού.

Και οι δύο όμως τον αγαπούσαν εξίσου παρόλο που τους έβγαζε την ψυχή. ο Αντρέας ήταν και λίγο ρέμπελος, και είχε φάει πολύ ξύλο μικρός. Κοπάνα από το σχολείο για να πάει με το ποδήλατο από την Φιλαδέλφεια στο Τατόι, να δει τα αεροπλάνα που απογειώνοντας. Μια μέρα τον πέτυχε στο δρόμο να γυρίζει από το Τατόι. Μπροστά ο Αντρέας με το ποδήλατο, πίσω εκείνος με το υπηρεσιακό τζιπ του Υπουργείου Γεωργίας. Ο Αντρέας δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω του και να τον δει αλλά ήξερε ότι ήταν αυτός που τον ακολουθούσε αργά, βασανιστικά, όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι. Έφαγε πολύ ξύλο εκείνη την ημέρα. Ο Δημήτρης ήταν πιο τακτικός, δεν προκαλούσε τόσα προβλήματα. Μεγαλύτερος κατά 18 μήνες ήταν πολύ πιο ψηλός και δυνατός, μπήκε στα ΛΟΚ και όταν αποστρατεύτηκε τον πήραν στην Αστυνομία. Από αστυφύλακας σκίστηκε στο διάβασμα για να ανέβει και έφτασε να αποστρατευτεί αστυνομικός διευθυντής.

Και οι δύο του οφείλουν πολλά γιατί είναι τίμιοι, εργατικοί, καλοί οικογενειάρχες, και παρόλο που μεγάλωσαν μέσα στις στερήσεις την δύσκολη εποχή του μεταπολέμου, κι είχαν όλες τις δικαιολογίες να γίνουν αλήτες και κολόπαιδα τον είχαν πάντα από πάνω τους να τους δείχνει τον σωστό δρόμο.

"Το βλέπεις αυτό το δάσος", με ρώτησε ο θείος μου καθώς διασχίζαμε την ορεινή Αρκαδία για να φτάσουμε στις Καλτεζές. "Είναι το δάσος του παππού σου, ήξερε τόσο κόσμο που κατάφερε να φέρει ένα πρόγραμμα αναδάσωσης στην περιοχή. Έφαγε, πολύ κόσμος ψωμάκι χάρη του, όλα τα γύρω χωριά δούλεψαν στην αναδάσωση για πάνω από 3 χρόνια", άκουγα την μία ιστορία πίσω από την άλλη καθώς ανεβαίναμε το βουνό, tο πως έγινε δήμαρχος στ 18 του επειδή ήταν ανύπαντρος και δεν είχε οικογένεια να θρέψει, μιας που οι δήμαρχοι πλήρωναν το μένος των γερμανών, πως οι κουμουνιστές διέταξαν την εκτέλεση του, αλλά ο εκτελεστής του ήταν χωριανός του και τον γλύτωσε χτυπώντας τον με το πλατύ μέρος του γκασμά και όχι με την μύτη, πως έπεισε τον έναν και τον άλλον να κάνουν έργα, πως βοηθούσε όποιον μπορούσε, πόσο αγαπούσε τα δάση, και την φύση.

Η αδερφή του μας περίμενε στην πόρτα. Στα 97 της αγέραστη, χαμογελαστή, το πρόσωπο της πιο βαθιά γερασμένο από την προηγούμενη αντάμωση μας πριν 2 χρόνια. Μοιάζει τόσο μα τόσο πολύ στον παππού. "Παιδάκι μου να μου φέρεις να δω την νύφη γιατί είμαι 97 και δεν ξέρω πόσο θα ζω ακόμα", μου είπε μια μέρα στο τηλέφωνο. H μυρωδιά της υγρασίας στο μικρό δωμάτιο που ήταν κουζίνα, αποθήκη και καθιστικό τους καλοκαιρινούς μήνες, τα ξύλινα δοκάρια που στήριζαν το πάτωμα του σπιτιού από πάνω. Το τηλέφωνο είχε την δικιά του καρέκλα, ήταν το πιο σημαντικό αντικείμενο για την γιαγιά. Δίπλα με μεγάλα γράμματα σε ένα μπλοκ ΔΗΜΗΤΡΗΣ και το τηλέφωνο του θείου. "Α, ρε Αντρέα, γιατί δεν με παίρνεις πιο συχνά τηλέφωνο" τραβούσε το αυτί του πατέρα μου.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Η ανηφόρα για το νεκροταφείο μας οδηγούσε μέσα από καστανιές, και ακακίες. Η γιαγιά είχε μελαγχολήσει. "Αδερφέ μου, αδερφέ μου", ξεψίλληζε και τα μάτια της ήταν βυθισμένα στις αναμνήσεις της.

Άναψε το καντήλι και έβαλε μερικά λουλούδια στο ανθοδοχείο. Η Ευγενία με κρατούσε σφιχτά το χέρι. Του αρέσει εδώ του παππού. Μέσα στα δέντρα και το δάσος που τόσο πολύ αγάπησε. Ο θείος τράβηξε πιστόλι. "Πατέρα, σου φέραμε την νύφη", ψιθύρισε. Τρεις δυνατοί κρότοι ξύπνησαν την γαλήνια φύση γύρω μας. Με τον ίδιο τρόπο θα υποδεχόταν και αυτός την νύφη στο χωριό και θα την πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να την δείξει με υπερηφάνεια στους χωριανούς και τους συγγενείς. Ήταν περήφανος άνθρωπος ο παππούς.

Χαρά, λύπη, απώλεια, γέλιο, δάκρυ, οι εναλλαγές των συναισθημάτων είναι τόσο γρήγορες που δεν ξέρεις πώς να νιώσεις. Αφήναμε πίσω μας τις Καλτεζές παίρναμε όμως την εικόνα της γιαγιάς που ίσως να μην ξαναδώ ζωντανή. “Θα τα πούμε στο πανηγύρι τον Μάιο” της υποσχέθηκα… τα μάτια μας συναντήθηκαν. Κράτα γερά γιαγιά.

1 comment:

stavroula m said...

Καλησπέρα! Εντελώς τυχαία βρήκα το blog σου και ο λόγος που σου γράφω, είναι ότι και οι δικές μου ρίζες είναι από τις Καλτεζές....Εχω να πάω παααρα πολλά χρόνια, είσαι τυχερός που μπορείς να πηγαίνεις συχνά. Η μαμά μου Καλτεζιώτισσα 96 χρονών σαν την γιαγιά σου....Αν πας στο πανηγύρι τον Μάιο, εύχομαι να περάσεις καλά!!!!

A wise saying

Home is where your heart is