Υπήρχαν εποχές που τραβούσαμε φωτογραφίες, 12, 24 ή 36 το πολύ, παίρναμε το καρουλάκι, το πηγαίναμε στο φωτογραφείο, μας έδιναν ένα χαρτάκι παραλαβής και συνήθως επιστρέφαμε μία εβδομάδα αργότερα με το χαρτάκι για να παραλάβουμε τον πολυπόθητο φάκελο με τις φωτογραφίες μας. Είχαμε ένα άγχος αν είχαν βγει καλά, αν είχε καεί το φιλμ, αν ήταν υπερφωτισμένες, κουνημένες, ανεστίαστες, αν τελικά είχαμε πιάσει την στιγμή που θέλαμε ή αν τελικά είχαμε πετάξει 1200 δραχμές σε άχρηστες πόζες. Βγάζαμε με βιασύνη το πακετάκι από το φάκελο για την πρώτη ματιά. στο σπίτι με επιμέλεια τις κοιτούσαμε ξανά και ξανά, άλλες τυπωμένες σε ματ χαρτί, οι περισσότερες σε γυαλιστερό έτσι για να είναι τα χρώματα πιο έντονα και τις τοποθετούσαμε σε άλμπουμ, σε εκείνα τα μικρά που μας έδιναν τα φωτογραφεία ή στα μεγάλα οικογενειακά που έπαιρναν πολλές, με την προστατευτική ζελατίνα για να μην ξεθωριάσουν τα χρώματα. Και φιλούσαμε τα άλμπουμ σε περίοπτη θέση και τα βγάζαμε όταν είχαμε επισκέπτες να τους δείξουμε τις διακοπές στην Ρόδο, ή οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό, ή την πεντατήμερη στην Κρήτη. Και άμα θέλαμε αντίγραφο φωτογραφίες ψάχναμε τα αρνητικά ένα-ένα στο φως να δούμε ποιο είναι ποιο γιατί αν δεν τα είχαμε η κάθε φωτογραφία κόστιζε πολύ για να την ξανατυπώσουμε από την αρχική.
Ήμασταν περήφανοι με τις φωτογραφίες μας. Ήταν οι αναμνήσεις μας. Οι μνήμες των ανθρώπων μας. Ο παππούς και η γιαγιά στο μπαλκόνι στην Φιλαδέλφεια. Ο νονός μου αγκαλιά με τον πατέρα μου στο σπίτι τα Χριστούγεννα. Η αδερφή μου πάνω στο καινούριο της ποδηλατάκι. Εγώ, μωρό ακόμα τυλιγμένος με ένα κουβερτάκι πάνω στο μεγάλο κρεβάτι των γωνιών μου.
Τώρα στην ψηφιακή εποχή και στην ευκολία της αυτοματοποίησης τίποτα από τα παραπάνω δεν ζούμε. Ούτε το άγχος, ούτε την χαρά ούτε την ανάμνηση. Τραβάμε εκατοντάδες φωτογραφίες τις οποίες τις βλέπουμε στις μικρές οθονούλες, σαν σύγχρονες Πόλαροϊντ της εποχής, θυμάστε, εκείνες που εμφανίζονταν αμέσως μόλις πατούσες το κουμπί σε ειδικό χαρτί που έβγαινε κάτω από την μηχανή, και αφού βλέπουμε την φωτογραφία, την ξεχνάμε και πάμε για την επόμενη. Μόλις γεμίσει η μνήμη της μηχανής τις αδειάζουμε σε ένα φάκελο στον υπολογιστή, σβήνουμε την μνήμη, και τις αναμνήσεις μας, και την γεμίζουμε με καινούριες και ούτο καθ εξής. Φτάνουμε να έχουμε εκατοντάδες και χιλιάδες φωτογραφίες στον υπολογιστή μας και επειδή οι περισσότερες που τραβάμε είναι ανούσιες, και βιαστικές και χωρίς λόγο βαριόμαστε να τις δούμε, και τις ξεχνάνε καταδικασμένες να ζούνε σε ψηφιακή μορφή, σε 0 και 1 μέχρι να μας χαλάσει ο υπολογιστής, να καεί ο σκληρός δίσκος, να τις σβήσουμε κατά λάθος ή επίτηδες και να καταδικάσουμε όμορφες στιγμές της ζωής μας να χαθούν για πάντα στην λήθη.
Και συνεχίζουν τα φλας να αναβοσβήνουν, ανούσια, και να παγώνουν μικρές καθημερινές στιγμές προσφέροντας μόνο μία βραχεία χαρά που κρατά τόσο όσο η εμφάνιση της φωτογραφίας στην μικρή οθόνη της μηχανής και που δεν θα περάσει σχεδόν ποτέ στην μνήμη μας, σαν τα διαφημιστικά μηνύματα στην τηλεόραση, μια ανούσια παρέλαση εικόνας που γίνεται ένα με την μουντή άχρωμη καθημερινότητα μας.
Ήμασταν περήφανοι με τις φωτογραφίες μας. Ήταν οι αναμνήσεις μας. Οι μνήμες των ανθρώπων μας. Ο παππούς και η γιαγιά στο μπαλκόνι στην Φιλαδέλφεια. Ο νονός μου αγκαλιά με τον πατέρα μου στο σπίτι τα Χριστούγεννα. Η αδερφή μου πάνω στο καινούριο της ποδηλατάκι. Εγώ, μωρό ακόμα τυλιγμένος με ένα κουβερτάκι πάνω στο μεγάλο κρεβάτι των γωνιών μου.
Τώρα στην ψηφιακή εποχή και στην ευκολία της αυτοματοποίησης τίποτα από τα παραπάνω δεν ζούμε. Ούτε το άγχος, ούτε την χαρά ούτε την ανάμνηση. Τραβάμε εκατοντάδες φωτογραφίες τις οποίες τις βλέπουμε στις μικρές οθονούλες, σαν σύγχρονες Πόλαροϊντ της εποχής, θυμάστε, εκείνες που εμφανίζονταν αμέσως μόλις πατούσες το κουμπί σε ειδικό χαρτί που έβγαινε κάτω από την μηχανή, και αφού βλέπουμε την φωτογραφία, την ξεχνάμε και πάμε για την επόμενη. Μόλις γεμίσει η μνήμη της μηχανής τις αδειάζουμε σε ένα φάκελο στον υπολογιστή, σβήνουμε την μνήμη, και τις αναμνήσεις μας, και την γεμίζουμε με καινούριες και ούτο καθ εξής. Φτάνουμε να έχουμε εκατοντάδες και χιλιάδες φωτογραφίες στον υπολογιστή μας και επειδή οι περισσότερες που τραβάμε είναι ανούσιες, και βιαστικές και χωρίς λόγο βαριόμαστε να τις δούμε, και τις ξεχνάνε καταδικασμένες να ζούνε σε ψηφιακή μορφή, σε 0 και 1 μέχρι να μας χαλάσει ο υπολογιστής, να καεί ο σκληρός δίσκος, να τις σβήσουμε κατά λάθος ή επίτηδες και να καταδικάσουμε όμορφες στιγμές της ζωής μας να χαθούν για πάντα στην λήθη.
Και συνεχίζουν τα φλας να αναβοσβήνουν, ανούσια, και να παγώνουν μικρές καθημερινές στιγμές προσφέροντας μόνο μία βραχεία χαρά που κρατά τόσο όσο η εμφάνιση της φωτογραφίας στην μικρή οθόνη της μηχανής και που δεν θα περάσει σχεδόν ποτέ στην μνήμη μας, σαν τα διαφημιστικά μηνύματα στην τηλεόραση, μια ανούσια παρέλαση εικόνας που γίνεται ένα με την μουντή άχρωμη καθημερινότητα μας.
No comments:
Post a Comment